πυρπόλα — πυρπόλος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρπολώ — πυρπολῶ, έω, ΝΜΑ βάζω φωτιά σε κάποιον ή σε κάτι και τον καταστρέφω εντελώς, απανθρακώνω (α. «ο ψυχασθενής πυρπόλησε με πετρέλαιο τη γυναίκα του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», Αριστοφ.) αρχ. 1. ανάβω φωτιά και τη διατηρώ 2. επιτίθεμαι… … Dictionary of Greek
πυρπόλωι — πυρπόλῳ , πύρπολος wasting with fire masc/fem/neut dat sg πυρπόλῳ , πυρπόλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek
πυρίπολος — ον, Α βλ. πυρπόλος … Dictionary of Greek
πυρσοπόλος — ον, Α πυρπόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + πόλος (< πέλομαι)] … Dictionary of Greek